Μεγάλη, ορθωμένη και σφιχτή, χωρίς ίχνος κυτταρίτιδας....

Η Αλεξάνδρα ήταν καθηγήτρια αγγλικών. Αν και τύχαινε να ήμαστε παλιοί γνώριμοι, λόγω κοινών παρεών, ποτέ δεν την είχαμε… βρει αλλιώς. Μόλις τελείωσα το στρατιωτικό μου αυτή υπηρετούσε στη Θεσσαλονίκη κι εγώ ρεμάλιαζα ψάχνοντας για δουλειά.

Πως έτυχε, ένα βράδυ συναντηθήκαμε και πήγαμε για ποτό στην Κρήνη, εκεί με τις κιτς, δήθεν in καφετέριες, πίτα από γκλαμουράτους με… διπλοπαρκαρισμένες BMW.
Η φάτσα της δεν έλεγε πολλά, ελάχιστα μάλλον, θυμίζοντας τραγουδίστρια παρακμιακού σκυλάδικου. Κάτω από το λαιμό, όμως, το… τοπίο άλλαζε. Μέσα από το ντεκολτέ του άσπρου φορέματος φαίνονταν δυο όμορφα σφιχτά, κανονικού μεγέθους, βυζάκια, στη στενή της μέση φορούσε μια
μαύρη ζώνη, ενώ τα πόδια της ήταν σμιλεμένα και μαυρισμένα. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο πάνω της ήταν η κωλάρα της. Μεγάλη, ορθωμένη και σφιχτή, χωρίς ίχνος κυτταρίτιδας. Ασύμμετρη με το υπόλοιπο σώμα της, αλλά άκρως εντυπωσιακή και… καυλωτική. Μάταια προσπαθούσα να πάρω τα μάτια μου από το… επίμαχο σημείο, ιδίως όταν διέκρινα τη γραμμή του λευκού string ανάμεσα στα κωλομέρια της.
Η βραδιά εξελίχτηκε, εν μέσω ποτών, αρκετά βαρετά, όχι λόγω της κουβέντας, αλλά εξαιτίας της μόνιμης αφηρημάδας μου χαζεύοντας τις μπουτάρες της, την ώρα που η γνώριμη ανατριχίλα ανάμεσα στα σκέλια μου, έκανε το μυαλό μου να δουλεύει “στο κόκκινο” ψάχνοντας να βρει τρόπους διείσδυσης του καυλιού μου στην αβυσσαλέα κωλάρα της.
Οι ξαπλώστρες, τέτοια περασμένη ώρα, στην πλαζ της Αρετσούς ήταν άδειες, εάν εξαιρέσει κανείς τα ένα δυο ζευγαράκια που κρύβονταν στις σκιές. Καθίσαμε και την ίδια στιγμή η Αλεξάνδρα μου άνοιξε τα πόδια και ακούμπησε την πλάτη της στο στέρνο μου.
“Κρυώνω λίγο” είπε. Τα χέρια μου την αγκάλιασαν ακουμπώντας, δήθεν αθώα, τα βυζιά της. “Καλύτερα τώρα;” τη ρώτησα και αμέσως, χωρίς να περιμένω απάντηση, ακούμπησα τα χείλια μου στο λαιμό της. Αμέσως γύρισε και έχωσε τη γλώσσα της στο στόμα μου. Τα χέρια μου -το περίμεναν πολλή ώρα άλλωστε- χούφτωσαν τα βυζιά της. Τύλιξε τα πόδια της γύρω μου και το μικροσκοπικό της φόρεμα σηκώθηκε αποκαλύπτοντας το λευκό βρακάκι της. Οι παλάμες μου κινήθηκαν -πού αλλού;- προς τα υπέροχα κωλομέρια. Απίστευτος κώλος! Τα δάχτυλά μου χούφτωναν τη σκληρή σάρκα και η ρουφιάνα έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό όταν έτριψα το κορδόνι στη… χαράδρα του κώλου της. Τόσο σφιχτά, όσο και τεράστια, κωλομάγουλα δεν είχα ξαναγγίξει. Από το σφιχτό αγκάλιασμα το φόρεμά της κατέβηκε βγάζοντας στη φόρα μια ερεθισμένη ρώγα που με τις περιποιήσεις της γλώσσας μου και με τη βοήθεια του δροσερού θαλασσινού αέρα έγινε σκληρότερη, φαντάζοντας πολύ εντυπωσιακή κάτω από το φεγγαρόφωτο (ω! τι ρομαντισμός….!!)
“Πάμε να συνεχίσουμε σπίτι σου;” της πρότεινα. “Θέλω να σε δω γυμνή και να σε γλείψω παντού”, ενώ συγχρόνως σκεφτόμουν την ασχημόφατσά της πασαλειμμένη με το σπέρμα μου. “Πάμε” απάντησε ανυπόμονα. Όσο και να προσπαθησε να το κρύψει, οι καυλωμένες ρώγες της φαίνονταν μέσα από το φόρεμα, τραβώντας τα βλέμματα, όση ώρα περπατούσαμε προς το αυτοκίνητο.

Την κάθισα στον καναπέ και αμέσως τράβηξα το φόρεμά της, βγάζοντας στη φόρα τις βυζάρες της. Οι ρώγες ήταν κατάμαυρες και ερεθισμένες. Τις σάλιωσα και η καθηγητριούλα καύλωνε όλο και περισσότερο. Της έβγαλα το ρούχο εντελώς αφήνοντας μόνο το κάτασπρο string. Η κωλάρα της ήταν το κάτι άλλο! Χούφτωσα το μουνί της και παραμέρισα το εσώρουχο.
”Μη! Είμαι στις μέρες μου” είπε, σπρώχνοντας το χέρι μου. Ξενέρωσα. Δε φορούσε σερβιέτα, αλλά ταμπόν, όπως διαπίστωσα καθώς το μάτι μου έπεσε στο σχοινάκι που έβγαινε από το καλλιτεχνικά ξυρισμένο μουνί της.΄
”Δεν πειράζει καύλα μου” απάντησα και άρχισα να χαϊδεύω την κλειτορίδα της. Μου ξεκούμπωσε το παντελόνι και χώνοντας το χέρι της στο εσώρουχό μου έπιασε σφιχτά τον καυλωμένο πούτσο μου και άρχισε το… παιχνίδι. Την διευκόλυνα βγάζοντας εντελώς τα ρούχα μου, μένοντας με το ολόρθο καυλί μου, υγρό και σκληρό, έτοιμο να εκτοξεύσει ποτάμια σπέρματος. Άρχισε να μου το παίζει με μαεστρία. Μια αργά, μια γρήγορα, τραβούσε το πετσάκι, ενώ με το άλλο ζουλούσε τα πρησμένα αρχίδια μου.
”Θέλω να μου το γλείψεις” είπα σπρώχνοντας απαλά το κεφάλι της προς την πολυπόθητη κατεύθυνση. “Δε νιώθω και πολύ άνετα από την πρώτη φορά” είπε απολογητικά. Ξενέρωσα για δεύτερη φορά. Ούτε γαμήσι, ούτε τσιμπούκι. Τί σκατά θα κάναμε σήμερα; Με τέτοια πουτανίστικη εμφάνιση πώς γίνεται να μας βγήκε μυξοπαρθένα;

Δεν απάντησα. Άρχισα να τη φιλάω παθιασμένα και ανασηκώθηκα λίγο πλησιάζοντας το υγρό πουτσοκέφαλο στα βυζιά της. Πήγε να τραβηχτεί, αλλά δεν την άφησα. Το εργαλείο μου χάιδευε τις καυλωμένες ρώγες της. Αν και αρχικά είχε μια έκφραση αηδίας στη σκυλόφατσά της, μετά από λίγο άρχισε να γουστάρει. Ο πούτσος μου μούσκευε το ένα βυζί της και το χέρι μου τσιμπούσε τη ρώγα του άλλου. Η καύλα μου είχε πλέον φτάσει στο απροχώρητο. Ήθελα να την “τιμωρήσω” που με άφησε έτσι.
”Πιάσε μου τον πούτσο” είπα. Χούφτωσε το κοντάρι μου και άρχισε να το παίζει, συνεχίζοντας να το τρίβει στις βυζάρες της. Δεν την προειδοποίησα: άρχισε να φτύνει σπέρμα πάνω στα βυζιά της και στο λαιμό της. Τρόμαξε και σηκώθηκε με αηδία, ενώ το πουτσοκέφαλο έσταζε ακόμη χύσια πάνω στον καναπέ. Έτρεξε προς το μπάνιο.
Γύρισε πίσω εμφανώς τσαντισμένη. “Σου είπα! Δεν κάνω τέτοια από το πρώτο ραντεβού” είπε νευριασμένα. “Μωρό μου, με ερέθισες τόσο πολύ που ούτε κατάλαβα πως θα τελείωνα τόσο απότομα” απάντησα ψέμματα θέλοντας να την καλοπιάσω. “Να μην επαναληφθει και πήγαινε να πλυθείς”, πιο ήρεμα αυτή τη φορά.

Αυτό το… “επαναληφθεί”, ευτυχώς, μου έδωσε ελπίδες. Δε σηκώθηκε να φύγει, απλά ήθελε να επιβάλλει τους όρους της. “Εντάξει μπέμπα μου” είπα, ενώ στο πίσω μέρος του μυαλού μου ήδη φανταζόμουν τον πούτσο μου στη στενή κωλοτρυπίδα της.